καλλιστάδιος

καλλιστάδιος
καλλι-στάδιος [pron. full] [στᾰ], ον,
A with a fine race-course,

Ἀχιλλῆος δρόμοι E.IT437

(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλλιστάδιος — καλλιστάδιος, ον (Α) (για τόπο) αυτός που έχει ωραίο στίβο («Ἀχιλῆος δρόμους καλλισταδίους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στάδιος (< στάδιον), πρβλ. ολιγο στάδιος, ομοιο στάδιος] …   Dictionary of Greek

  • καλλισταδίους — καλλιστάδιος with a fine race course masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”